Αρχική / Νέα Της Βέροιας / Σαν σήμερα: 14 Σεπτεμβρίου 1814 – Ιδρύεται η «Φιλική Εταιρεία»

Σαν σήμερα: 14 Σεπτεμβρίου 1814 – Ιδρύεται η «Φιλική Εταιρεία»

Σάββατο, Σεπτέμβριος 14, 2019 - 08:53
3 0 0

 

Ανήμερα της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, ο Νικόλαος Σκουφάς, ο Εμμανουήλ Ξάνθος και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, ιδρύουν στην Οδησσό τη «Φιλική Εταιρεία».

Φιλική Εταιρεία

Η Φιλική Εταιρεία ήταν η σημαντικότερη από τις μυστικές οργανώσεις που σχηματίστηκαν για την προετοιμασία επανάστασης για την απελευθέρωση των Ελλήνων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό, και σύμφωνα με τους παλαιότερους ιστορικούς, από τον Εμμανουήλ Ξάνθο, τον Νικόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ.

Τέταρτο μέλος της, μυήθηκε ο Αντώνιος Κομιζόπουλος από τη Φιλιππούπολη. Επίσης από τα πρώτα μέλη που μυήθηκαν ήταν και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος (και μάλιστα κατά ορισμένες πηγές συνιδρυτής, πριν τον Ξάνθο που μυήθηκε αργότερα). Οι Φιλικοί αφού μυούνταν στην Εταιρεία έδιναν όρκο πίστης και επικοινωνούσαν με κώδικες, ψευδώνυμα και συνθηματικές λέξεις. «Ο μυστικός χαρακτήρας της εξηγεί εν μέρει τον περιορισμένο και αμφίσημο χαρακτήρα των τεκμηρίων που άφησε πίσω της.»

Προδρομικές μυστικές οργανώσεις

Της Επανάστασης του 1821 είχαν προηγηθεί αρκετές άλλες τοπικές εξεγέρσεις, με έναρξη ήδη από τον 15ο αιώνα και με τελευταία αυτή του Νικοτσάρα στη Βόρεια Ελλάδα. Μεγάλη ώθηση στην επιθυμία για ελευθερία έδωσαν από τον 18ο αιώνα ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση, καθώς και η άνθηση της οικονομίας και της παιδείας των Ελλήνων χάρη και σε παράγοντες όπως η άνοδος της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης, οι Ναπολεόντιοι πόλεμοι, κλπ. Υπό τις περιστάσεις αυτές αναπτύχθηκε το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού 1750-1821 που προετοίμασε το έδαφος για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Στα πλαίσιά του φωτεινές μορφές θα επιχειρήσουν να μεταλαμπαδεύσουν στο υπόλοιπο γένος τις φιλελεύθερες ιδέες της εποχής και να το μορφώσουν, προκειμένου να ξεσηκωθεί και να διεκδικήσει τα δίκαιά του.

Από ανθρώπους με μόρφωση που ζούσαν σε πόλεις της Ευρώπης, της Βλαχίας και της Ρωσίας τέθηκαν οι βάσεις της Φιλικής Εταιρείας. Το 1809 ιδρύεται στο Παρίσι το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον από τον Θεσσαλονικέα λόγιο Γρηγόριο Ζαλύκη, ενώ ανάμεσα στα μέλη του είναι και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, μετέπειτα ιδρυτικό μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Συγκροτείται τυπικά ως εταιρεία μελέτης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, στην ουσία όμως σκοπός είναι η απελευθέρωση της Ελλάδας και προς αυτήν την κατεύθυνση γίνονται όλες οι κινήσεις.

Για την παράνομη δράση της η οργάνωση υιοθετεί τους κανόνες των Καρμπονάρων και των Ελευθεροτεκτόνων, ενώ τα μέλη της δεσμεύονται με όρκο και φέρουν ως αναγνωριστικό ένα χρυσό δακτυλίδι με τα αρχικά Φ.Ε.Δ.Α. (Φιλικός Ελληνικός Δεσμός Άλυτος). Από το 1815, όμως, άρχισε να παρακμάζει, καθώς η συντριβή του Ναπολέοντα έσβησε όποια όνειρα είχαν να τους βοηθήσει.

Μια δεύτερη προσπάθεια ξεκίνησε στην Αθήνα, με την έμμεση υποστήριξη της Αγγλίας, το 1813. Ιδρύθηκε τότε η «Φιλόμουσος Εταιρεία», με κεντρικό σκοπό την καλλιέργεια του ελληνικού πνεύματος των νέων, την έκδοση βιβλίων, τη βοήθεια φτωχών σπουδαστών κ.λπ. Μόνο που αυτή η οργάνωση ποτέ δεν απέκτησε λαϊκό έρεισμα, καθώς κινείτο σε κύκλους λογίων και διπλωματών.

Άλλη παρόμοια μυστική οργάνωση ήταν η "Εταιρεία του Φοίνικος" στην οποία ανήκαν αρχικά οι Σκουφάς και Ξάνθος. Κατά μία άποψη από αυτή προήλθε η Φιλική Εταιρεία.

Ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας

Στα πλαίσια του διακαούς πόθου για αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και με σαφή την επίδραση των μυστικών εταιρειών της Ευρώπης, συναντιούνται το 1814 στην Οδησσό τρεις Έλληνες και αποφασίζουν τη σύσταση μιας αυστηρά συνωμοτικής οργάνωσης, η οποία θα προετοίμαζε τον ξεσηκωμό όλων των Ελλήνων. Συμβολικά είχε οριστεί η 14η Σεπτεμβρίου, επέτειος της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού ,ως ημέρα ίδρυσης της.

 Πρόκειται για τον Νικόλαο Σκουφά, 35 χρόνων, από το Κομπότι της Άρτας, τον Εμμανουήλ Ξάνθο, 42 χρόνων, από την Πάτμο και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, 26 χρόνων, από τα Γιάννενα. Και οι τρεις έχουν ήδη γίνει κοινωνοί των επαναστατικών ιδεών και του εταιρισμού. Ο Σκουφάς είχε ιδιαίτερες επαφές με τον Κωνσταντίνο Ράδο, ο οποίος ήταν μυημένος στον Καρμποναρισμό. Ο Ξάνθος είχε μυηθεί σε τεκτονική Στοά της Λευκάδας («Εταιρεία των Ελεύθερων Κτιστών», της Αγίας Μαύρας), ενώ ο Τσακάλωφ είχε υπάρξει ιδρυτικό μέλος μιας Φιλανθρώπου Εταιρείας και γνώριζε την οργάνωση του Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου

Ο ρόλος των Σκουφά-Ξάνθου-Τσακάλωφ στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας

Ο Ξάνθος είχε μεταβεί για λογαριασμό τριών εμπόρων από την Κωνσταντινούπολη στην Πρέβεζα και στα Γιάννενα για να κλείσει συμφωνία αγοραπωλησίας ελαιολάδου και επιστρέφει στην Οδησσό και αρχές Νοεμβρίου 1813 γνωρίζεται με τους Σκουφά και Τσακάλωφ.

Δεν είναι εξακριβωμένο ποιος από τους τρεις είχε την σύλληψη της ιδέας για την ίδρυση της Εταιρείας. Ο Ξάνθος στα απομνημονεύματά του, δηλώνει πως είναι αυτός που παρακίνησε τον Σκουφά, αλλά είναι βέβαιο ότι ο Σκουφάς πρώτος διέγραψε ένα αρχικό πλάνο για την Εταιρεία.

Σκοπός της ίδρυσής της

Σκοπός της Φιλικής Εταιρείας ήταν η γενική επανάσταση των Ελλήνων για την «ανέγερσιν και απελευθέρωσιν του Ελληνικού Έθνους και της Πατρίδoς μας», όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Ξάνθος. Και σημειώνει στα «Aπομνημονεύματά» του: ..δια να ενεργήσωσι μόνοι των ό,τι ματαίως από πολλού χρόνου ήλπιζον από την φιλανθρωπίαν των χριστιανών βασιλέων».

Η πορεία ανάπτυξης της Φιλικής είναι εντυπωσιακή. Το διάστημα 1814-1816 τα μέλη της αριθμούν περίπου 20. Ως τα μέσα του 1817 αναπτύσσεται κυρίως μεταξύ των Ελλήνων της Ρωσίας και της Μολδοβλαχίας, αλλά και πάλι τα μέλη της δεν υπερβαίνουν τα 30. Όμως, από το 1818 σημειώνονται αθρόες μυήσεις. Κατά το 1820 εξαπλώνεται σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Ελλάδας και τις περισσότερες ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Χιλιάδες υπολογίζονται οι μυημένοι, μολονότι είναι γνωστά μόνο 1096 ονόματα. Τους πρώτους μήνες του 1821 τα μέλη της αριθμούν δεκάδες χιλιάδες. Η οργάνωση είχε υπερβεί τα ίδια της τα όρια.

Στις γραμμές της συσπειρώνονται κυρίως έμποροι και μικροαστοί, αλλά και Φαναριώτες και κοτζαμπάσηδες και κληρικοί, πρόσωπα που θα διαδραματίσουν αγωνιστικό ρόλο (θετικό ή αρνητικό) στον αγώνα για την ανεξαρτησία, όπως οι οπλαρχηγοί Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αναγνωσταράς, ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας), οι Φαναριώτες Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Νέγρης, οι μεγαλοκαραβοκύρηδες Κουντουριώτηδες, οι μεγαλοκoτζαμπάσηδες Ζαΐμης, Λόντος, Νοταράς, ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός κ.ά.

Διάρθρωση της Εταιρείας

Η όλη διάρθρωση της Φιλικής Εταιρείας στηρίχθηκε στα οργανωτικά πρότυπα των Καρμπονάρων και των Ελευθεροτεκτόνων. Η ηγετική της ομάδα απεκαλείτο «η Αόρατος Αρχή» και περιβλήθηκε από την πρώτη στιγμή με τέτοια μυστική αίγλη, ώστε να πιστεύεται ότι συμμετείχαν σε αυτήν πολλές σημαντικές προσωπικότητες, όχι μόνον Έλληνες μα και ξένοι, όπως ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας. Στην πραγματικότητα, τον πρώτο καιρό ήταν μόνο οι τρεις ιδρυτές της. Κατόπιν, από το 1815 έως το 1818, προστέθηκαν άλλοι πέντε και μετά το θάνατο του Σκουφά προστέθηκαν άλλοι τρεις.

Το 1818 η Αόρατη Αρχή μετονομάστηκε σε «Αρχή των Δώδεκα Αποστόλων» και κάθε Απόστολος επωμίστηκε την ευθύνη μιας μεγάλης περιφέρειας. Οι Aπόστολοι της Φιλικής Εταιρείας ήταν δώδεκα και ορίστηκαν από τον Σκουφά, όταν πήγε στην Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 1818. Αυτοί ήταν οι ακόλουθοι:

1. ο Γεωργάκης Ολύμπιος για τη Σερβία,
2. ο Βατικιώτης για τη Βουλγαρία,
3. ο Πεντεδέκας για τη Ρουμανία,
4. ο Λουριώτης για την Ιταλία,
5. ο Αναγνωσταράς για τα νησιά του Σαρωνικού,
6. ο Χρυσοσπάθης για τη Μεσσηνία,
7. ο Φαρμάκης για τη Μακεδονία και Θράκη,
8. ο Κροκίδας για την Ήπειρο,
9. ο Πελοπίδας για την Πελοπόννησο,
10. ο Ίπατρος για την Αίγυπτο,
11. ο Κατακάζης για τη Νότια Ρωσία και
12. ο Κυρ. Καμαρηνός για τον Πετρόμπεη της Μάνης.

Όλοι αυτοί, μετά το θάνατο του Σκουφά, διασκορπίστηκαν στις περιφέρειες που τους ορίστηκαν και άρχισαν να μυούν τους Έλληνες στους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας. Ανάμεσα σ' αυτούς πεφωτισμένοι λόγιοι και επιστήμονες της εποχής, αλλά και προεστοί όπως ο Κόντε Ιωάννης Κεφαλάς από την Ήπειρο και άλλοι εξέχοντες άνδρες.

Η όλη δομή ήταν πυραμιδοειδής και στην κορυφή δέσποζε η «Αόρατος Αρχή». Κανείς δε γνώριζε ούτε είχε δικαίωμα να ρωτήσει ποιοι την αποτελούσαν. Οι εντολές της εκτελούνταν ασυζητητί, ενώ τα μέλη δεν είχαν δικαίωμα να λαμβάνουν αποφάσεις. Η Εταιρεία απεκαλείτο «Ναός» και είχε αρχικά τέσσερις βαθμίδες μύησης: α) οι αδελφοποιητοί ή βλάμηδες, β) οι συστημένοι, γ) οι ιερείς και δ) οι ποιμένες.

 Όταν το 1818 η εταιρεία μετέφερε την έδρα της στην Κωνσταντινούπολη, δημιουργήθηκαν ακόμα δύο βαθμοί ε) οι αφιερωμένοι και στ) οι αρχηγοί των αφιερωμένων, οι οποίοι δίνονταν αποκλειστικά σε στρατιωτικούς. Αργότερα οι βαθμίδες συμπληρώθηκαν από ζ)τους απόστολους και η) το Γενικό Επίτροπο της Αρχής, τίτλος που δόθηκε στην Αλεξ. Υψηλάντη, όταν δέχτηκε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας (1820).

Οι Ιερείς ήταν επιφορτισμένοι με το έργο της μύησης στους δύο πρώτους βαθμούς. Όταν ο Ιερέας πλησίαζε κάποιον, σιγουρευόταν για τη φιλοπατρία του και τον κατηχούσε πλάγια στους σκοπούς της εταιρείας, οπότε το τελευταίο στάδιο ήταν να ορκιστεί.

Τότε τον πήγαινε σε κάποιον κληρικό—κάτι καθόλου εύκολο αν ο ιερέας δεν ήταν ήδη μυημένος. Πήγαινε και έβρισκε τον ιερέα και του έλεγε ότι ήθελε να ορκίσει κάποιον για προσωπική τους υπόθεση, προκειμένου να διαπιστώσει ότι λέει την αλήθεια. Ο κληρικός φορούσε το πετραχήλι και έπαιρνε το Ευαγγέλιο, οπότε ο κατηχητής έπαιρνε παράμερα τον υποψήφιο και του υπαγόρευε ψιθυριστά τον «μικρό όρκο», τον οποίο έπρεπε να τον επαναλαμβάνει ο κατηχούμενος χαμηλόφωνα τρεις φορές.

«Ορκίζομαι εις το όνομα της αληθείας και της δικαιοσύνης, ενώπιον του Υπερτάτου Όντος, να φυλάξω, θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα το μυστήριον, το οποίον θα μου εξηγηθεί και ότι θα αποκριθώ την αλήθειαν εις ό,τι ερωτηθώ».
 
Όταν γινόταν αυτό, τότε ο κατηχητής πλησίαζε τον υποψήφιο στον ιερέα και τον ρωτούσε:

«Είναι αληθινά, αδελφέ, αυτά που μου επανέλαβες τρεις φορές;»

«Είναι και θα είναι αληθινά και για την ασφάλειά τους ορκίζομαι στο Ευαγγέλιο», απαντούσε ο υποψήφιος. Την ίδια περίπου ερώτηση, έκανε και ο κληρικός και αφού έπαιρνε καταφατική απάντηση, τον όρκιζε στο Ευαγγέλιο, δίχως να γνωρίζει την ουσία της υπόθεσης».

Από εκεί και μετά ο μυούμενος θεωρείτο νεοφώτιστο μέλος της Εταιρείας, ήταν δηλαδή Βλάμης, με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Ο Φιλικός με το βαθμό του Ιερέα είχε αμέσως την υποχρέωση να του δείξει όλα τα σημάδια αναγνώρισης μεταξύ των Βλάμηδων. Τόσο οι Βλάμηδες όσο και οι Συστημένοι αγνοούσαν τους επαναστατικούς σκοπούς της οργάνωσης. Ήξεραν μόνο πως υπήρχε μια Εταιρεία που πασχίζει για το γενικό καλό του έθνους, η οποία συμπεριελάμβανε στους κόλπους της και σημαντικά πρόσωπα. Κάτι τέτοιο διαδιδόταν σκόπιμα, για να τονώνεται το ηθικό των μελών αφενός και αφετέρου για να γίνεται ευκολότερα ο προσηλυτισμός.

Από τη μυητική βαθμίδα των Συστημένων αναδεικνύονταν όσοι επρόκειτο να περάσουν στην επόμενη, εκείνη των Ιερέων. Προηγείτο λεπτομερής παρακολούθηση του χαρακτήρα τους και δοκιμαζόταν ο βαθμός αφοσίωσής τους στην υπόθεση της ελευθερίας. Όποιος κρινόταν ώριμος να προχωρήσει στο βαθμό του Ιερέα, τον αναλάμβανε ο μυητής. Kατ' αρχάς διεξαγόταν ένας σημαντικός διάλογος ανάμεσά τους, κατά τη διάρκεια του οποίου ο μυητής του έθετε καίριες ερωτήσεις για τη σχέση του με τη Φιλική Εταιρεία, για το ότι μπορούσε να χάσει και τη ζωή του για τα ιδεώδη της, για το πόσο αισθανόταν έτοιμος και ικανός να προχωρήσει. Εάν οι απαντήσεις ήταν ικανοποιητικές, του ανακοίνωνε ότι επρόκειτο να περάσει στη βαθμίδα των Ιερέων και χώριζαν για να ξανασυναντηθούν την επόμενη νύχτα.

Ο υποψήφιος έφερνε ένα μικρό κίτρινο κερί που του είχε ζητηθεί από πριν και πήγαιναν σ' ένα ασφαλές σπίτι. Εκεί ο μυητής έπαιρνε ένα εικόνισμα και το έστηνε στο τραπέζι. Μπροστά από το εικόνισμα άναβαν το κερί. Μέσα στην επιβλητική ατμόσφαιρα του μισοσκόταδου ο μυητής τον ρωτούσε με επισημότητα για τελευταία φορά:
«Μήπως δεν στοχάζεσαι τον εαυτόν σου εις αρκετήν δύναμην; Έχεις ακόμη καιρό να παραιτηθείς.. Από τον δεσμόν όπου εμβαίνεις μόνον o θάνατος θα ημπορεί να σε λυτρώσει! Σε ολίγoν κάθε μεταμέλειά σου θα είναι ασυγχώρητος!»
«Το εστοχάστηκα και στέργω», έπρεπε να είναι η απάντηση που αναμενόταν από τον υποψήφιο και εάν την έδινε, τότε συνεχιζόταν η μυητική διαδικασία.

Αμέσως μετά ο μυητής έπαιρνε το κερί και το έδινε στον υποψήφιο που το κρατούσε με το αριστερό χέρι, ενώ γονάτιζαν και οι δύο, έκαναν το σταυρό τους και ασπάζονταν την εικόνα. Σε αυτή τη θέση ο μυητής διάβαζε το «τον μεγάλο όρκο" και ο μυούμενος τον επαναλάμβανε με κάθε σεβασμό της ιερής εκείνης στιγμής.

«Ορκίζομαι ενώπιον του αληθινού Θεού, ότι θέλω είμαι επί ζωής μου πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα. Να φανερώσω το παραμικρόν από τα σημεία και τους λόγους της, μήτε να σταθώ κατ΄ουδένα λόγον ή αφορμή του να καταλάβωσι άλλοι ποτέ, ότι γνωρίζω τι περί τούτων, μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις πνευματικόν ή φίλον μου.
Ορκίζομαι ότι εις το εξής δεν θέλω έμβει εις καμμίαν εταιρείαν, οποία και αν είναι, μήτε εις κανέναν δεσμόν υποχρεωτικόν. Και μάλιστα, οποιονδήποτε δεσμόν αν είχα, και τον πλέον αδιάφορον ως προς την Εταιρείαν, θέλω τον νομίζει ως ουδέν.

Ορκίζομαι ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου, των οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους, θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην και αυτόν τον παντελή όλεθρόν των, όταν η περίστασις το συγχωρήσει. Ορκίζομαι να μη μεταχειριστώ ποτέ βίαν δια να αναγνωρισθώ με κανένα συνάδελφον, προσέχων εξ εναντίας με την μεγαλυτέραν επιμέλειαν να μην λανθασθώ κατά τούτο, γενόμενος αίτιος ακολούθου τινός συμβάντος, με κανένα συνάδελφον.

Ορκίζομαι να συντρέχω, όπου εύρω τινά συνάδελφον, με όλην την δύναμιν και την κατάστασίν μου. Να προσφέρω εις αυτόν σέβας και υπακοήν, αν είναι μεγαλύτερος εις τον βαθμόν και αν έτυχε πρότερον εχθρός μου, τόσον περισσότερον να τον αγαπώ και να τον συντρέχω, καθ΄όσον η έχθρα μου ήθελεν είναι μεγαλυτέρα.

Ορκίζομαι ότι καθώς εγώ παρεδέχθην εις Εταιρείαν, να δέχομαι παρομοίως άλλον αδελφόν, μεταχειριζόμενος πάντα τρόπον και όλην την κανονιζομένην άργητα, εωσού τον γνωρίσω Έλληνα αληθή, θερμόν υπερασπιστήν της πατρίδος, άνθρωπον ενάρετον και άξιον όχι μόνον να φυλάττη το μυστικόν, αλλά να κατηχήση και άλλον ορθού φρονήματος.
Ορκίζομαι να μην ωφελώμαι κατ΄ουδένα τρόπον από τα χρήματα της Εταιρείας, θεωρών αυτά ως ιερό πράγμα και ενέχυρον ανήκον εις όλον το Έθνος μου. Να προφυλάττωμαι παρομοίως και εις τα λαμβανόμενα εσφραγισμένα γράμματα.

Ορκίζομαι να μην ερωτώ κανένα των Φιλικών με περιέργειαν, δια να μάθω οποίος τον εδέχθη εις την Εταιρείαν. Κατά τούτο δε μήτε εγώ να φανερώσω, ή να δώσω αφορμήν εις τούτον να καταλάβη, ποίος με παρεδέχθη. Να αποκρίνομαι μάλιστα άγνοιαν, αν γνωρίζω το σημείον εις το εφοδιαστικόν τινός.
Ορκίζομαι να προσέχω πάντοτε εις την διαγωγήν μου, να είμαι ενάρετος. Να ευλαβώμαι την θρησκείαν μου, χωρίς να καταφρονώ τας ξένας. Να δίδω πάντοτε το καλόν παράδειγμα. Να συμβουλεύω και να συντρέχω τον ασθενή, τον δυστυχή και τον αδύνατον. Να σέβομαι την διοίκησιν, τα έθιμα, τα κριτήρια και τους διοικητάς του τόπου, εις τον οποίον διατριβώ.

Τέλος πάντων ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισάθλια Πατρίς ! Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους Σου. Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου, εις τα ίδια μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν ελευθερίαν των ομογενών μου ότι αφιερώνομαι όλως εις Σε. Εις το εξής συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομά σου ο οδηγός των πράξεών μου, και η ευτυχία Σου η ανταμοιβή των κόπων μου. Η θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήσει επάνω εις την κεφαλήν μου όλους τους κεραυνούς της, το όνομά μου να είναι εις αποστροφήν, και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των Ομογενών μου, αν ίσως λησμονήσω εις μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των και δεν εκπληρώσω το χρέος μου. Τέλος ο θάνατός μου ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου, δια να μη λησμονώ την αγνότητα της Εταιρείας με την συμμετοχήν μου».

Με το πέρας του όρκου ο μυητής ακουμπούσε το δεξί του χέρι στον ώμο του μυούμενου και δήλωνε με κάθε επισημότητα:

«Ενώπιον του αοράτου και πανταχού παρόντος αληθινού Θεού,. του καθ' αυτό δικαίου, του εκδικούντος την παράβασιν και παιδεύοντος την κακίαν, καθιερώνω κατά τους κανόνας της Φιλικής Εταιρείας τον (ονοματεπώνυμο) εκ πατρίδος (τόπος καταγωγής), ετών (ηλικία) και επαγγέλματος (τάδε) και δέχομαι τούτον ιερέα, καθώς εδέχθην τούτον εις την Εταιρείαν των Φιλικών».

Το κερί έσβηνε και φυλασσόταν ευλαβικά, ενώ από εκείνη τη στιγμή ο μυημένος ήταν Ιερέας της Φιλικής. Την επόμενη μέρα του δείχνονταν τα σημάδια αναγνώρισης. Την τρίτη ημέρα έπρεπε να αποστηθίσει τον μυστικό κώδικα της οργάνωσης, ενώ την τέταρτη μέρα απαντούσε σε ένα προκαθορισμένο ερωτηματολόγιο. Τέλος, ο νέος Ιερέας συνεισέφερε ένα χρηματικό ποσό για τους σκοπούς της οργάνωσης, που συνοδευόταν από ένα γράμμα, το οποίο στη συνθηματική γλώσσα απεκαλείτο αφιερωτικό. Σε αυτό το γράμμα ο μυητής χάραζε στην κορυφή το δικό του μυστικό σήμα αφιέρωσης και δίπλα το μυστικό σήμα καθιέρωσης του Ιερέα, που στο εξής αποτελούσε τη συμβολική του υπογραφή. Παραδινόταν, επίσης, στον Ιερέα ένα γράμμα που πάντα είχε μαζί του και στη μυστική γλώσσα των Φιλικών ονομαζόταν γράμμα υπεροχής. Όταν ένας Ιερέας συναντούσε κάποιον Συστημένο και έκαναν τα σημεία αναγνώρισης, ο δεύτερος ήταν υποχρεωμένος να δείξει το συστατικό του γράμμα εάν το ζητούσε ο πρώτος, αρκεί αυτός να έδειχνε από μακριά το γράμμα υπεροχής. Προκειμένου να διαφυλάσσονται τα στεγανά της «Αόρατης Αρχής», κανείς νεοφώτιστος Ιερέας δεν μπορούσε να επικοινωνήσει απευθείας με αυτήν, παρά μόνο μέσω του μυητή του. Αυτή η πυραμιδοειδής δομή ήταν που διαφύλαξε μέχρι τέλους και διατήρησε αλώβητη τη Φιλική Εταιρεία.

Έτσι, ο νέος Ιερέας ήταν έτοιμος να ξεκινήσει το έργο της διαφώτισης και της στρατολόγησης νέων μελών, εφόσον έδινε έναν τελικό όρκο, στον οποίο ορκιζόταν ότι πάντοτε θα διακήρυσσε τα ιδεώδη της οργάνωσης. Η ανώτατη βαθμίδα μύησης στη Φιλική Εταιρεία ήταν οι Ποιμένες, οι οποίοι στρατολογούνταν από τις τάξεις των Ιερέων. Κατά την τελετή μύησής τους οι υποψήφιοι Ποιμένες έφερναν μαζί το κερί της προηγούμενης μύησής τους και για άλλη μια φορά έδιναν μέγα όρκο εμπρός στο εικόνισμα ότι θα τηρούν αυστηρά τα καθήκοντά τους, ότι δε θα δέχονται στις τάξεις τους άσωτους ή φιλάργυρους και ότι δεν πρόκειται για κανένα λόγο να μαρτυρούν το βαθμό τους. Συνέτασσαν και αυτοί ένα αφιερωτικό γράμμα προς την «Αόρατο Αρχή», στο οποίο χαράσσονταν διαφορετικά σύμβολα. Επίσης, διαφορετικό κώδικα είχε και το γράμμα που έφεραν μαζί τους. Σε καμιά βαθμίδα δεν υπήρχε δυνατότητα λήψης αποφάσεων, ούτε επιτρεπόταν να συσκέπτονται και να συνεδριάζουν. Υπάκουαν ασυζητητί στις εντολές της ηγεσίας.

To 1818 η έδρα της Φιλικής μεταφέρθηκε από την Οδησσό στην Κωνσταντινούπολη, δηλαδή στην καρδιά της Οθωμανικής εξουσίας, κάτι που πιστοποιούσε «την αυτοπεποίθηση των Φιλικών στις συνομωτικές οργανωτικές τους ικανότητες» ενώ ο θάνατος του Σκουφά ήταν σοβαρή απώλεια. Με αφορμή αυτό το γεγονός και με δεδομένη τη ραγδαία εξάπλωσή της, οι υπόλοιποι από τους ιδρυτές επιχείρησαν να βρουν μια μεγάλη προσωπικότητα να αναλάβει τα ηνία, θέλοντας να της προσδώσουν μεγαλύτερο κύρος και αίγλη. Στις αρχές του 1818 έγινε μια συνάντηση με τον Ιωάννη Καποδίστρια ο οποίος όχι μόνον αρνήθηκε, αλλά αργότερα έγραψε πως θεωρούσε ότι οι Φιλικοί ήταν υπαίτιοι για τον όλεθρο που προμηνυόταν στην Ελλάδα. Τελικά, μετά από αρκετές επαφές, τον Απρίλιο του 1820 ανέλαβε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης.

Οι συνθήκες έδειχναν πλέον αρκετά ώριμες για να εκδηλωθεί η εξέγερση και εκπονήθηκε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο. Κατά την κρατούσα άποψη, το σχέδιο ήταν αρχικά να ξεσπάσει ταυτόχρονα επανάσταση των Σέρβων και των Μαυροβουνίων, καθώς και στη Μολδοβλαχία. Παράλληλα να κάψουν τον τουρκικό στόλο στην Κωνσταντινούπολη, ενώ να ηγηθεί ο Υψηλάντης της επανάστασης στην Πελοπόννησο.

Νεώτερη μελέτη δείχνει ότι ως αρχική εστία της Επανάστασης είχε επιλεγεί η Πελοπόννησος. Αυτό προκύπτει από τη μεγάλη συγκέντρωση "αποστόλων" της Εταιρείας και μυήσεων σ' αυτή την περιοχή. Επιδιώχθηκε μάλιστα η δημιουργία ενός κύκλου μελών με ηγετικές θέσεις στην τοπική κοινωνία. Το 1820, μετά από αίτημα Πελοποννήσιων προεστών και ιεραρχών δημιουργήθηκε η Εφορία της Πελοποννήσου ή της Πάτρας, όπως συχνά αναφέρεται στις πηγές. Πιστεύεται ότι η σχετική πρόταση διατυπώθηκε από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στο κείμενο με τον τίτλο "Στοχασμοί των Πελοποννησίων περί του καλού συστήματος". Οι προτάσεις μεταφέρθηκαν από τον Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο στον Αλέξανδρο Υψηλάντη στην Οδησσό. Αυτός όρισε τρείς κοτζαμπάσηδες και τρείς ιεράρχες ως εφόρους, με επικεφαλής τον Ιωάννη Βλασσόπουλο, πρόξενο της Ρωσίας στην Πάτρα.

Αυτή η προσπάθεια των Πελοποννησίων προεστών είχε ερμηνευτεί παλαιότερα ως αντίδραση απέναντι στην ανάπτυξη των επαναστατικών δικτύων στην Πελοπόννησο, και η αποδοχή του αιτήματος από τον Υψηλάντη ως αποτέλεσμα πολιτικού συμβιβασμού. Όμως η μελέτη των πηγών δείχνει ότι οι αρμοδιότητες της εφορίας Πελοποννήσου ήταν παρόμοιες με αυτές των άλλων εφοριών, ενώ και η εξουσία της Αρχής δεν αμφισβητήθηκε από τους Πελοποννησίους. Αντίθετα, από τις πηγές φαίνεται ότι οι τοπικές ηγεσίες της Πελοποννήσου κινήθηκαν προς την ενσωμάτωσή τους σε μοντέρνες πολιτικές και επαναστατικές δομές (όπως ήταν και η Φ. Εταιρεία), δίκτυα και σχέσεις εξουσίας. Αυτό εξηγεί και το μεγάλο βαθμό νομιμοφροσύνης που έδειξαν οι κοτζαμπάσηδες και οι ιεράρχες της Πελοποννήσου προς τη Φ. Εταιρεία στους λίγους μήνες μέχρι την έναρξη της Επανάστασης. Αποδέχτηκαν τις αποφάσεις-εντολές της Εταιρείας για την έναρξη της Επανάστασης και τις υλοποίησαν.

Η μυστική συνέλευση της Βοστίτσας (Ιανουάριος 1821) ήταν μια διευρυμένη σύσκεψη των μελών της εφορίας με τον απόστολο του Υψηλάντη, τον Γρηγόριο Δικαίο-Παπαφλέσσα. Ο κοινός ιστοριογραφικός τόπος ότι στη Βοστίτσα υπήρξε σύγκρουση απόψεων των κοτζαμπάσηδων και ιερέων με τον Δικαίο, (όπως αναφέρεται π.χ. στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ΙΒ', σ. 79) και ότι το ξέσπασμα της Επανάστασης έγινε περίπου τυχαία, δεν γίνεται αποδεκτό από σύγχρονους ιστορικούς (π.χ. Β. Παναγιωτόπουλος, Δ. Τζάκης).

Οι συντονισμένες ενέργειες υψηλού ρίσκου και συνωμοτικότητας (μετακινήσεις, συσκέψεις, συγκέντρωση χρημάτων και πολεμικού υλικού, πυκνή αλληλογραφία κτλ) και η ετοιμότητα που υπήρξε το τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1821, δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν αν στη Βοστίτσα είχε απορριφθεί το επαναστατικό σχέδιο της Φ. Εταιρείας. Η διαδεδομένη ιστοριογραφική άποψη που θέλει τον Δικαίο απομονωμένο ή και καταδιωκόμενο από τους κοτζαμπάσηδες και αρχιερείς βασίζεται στην επιλεκτική χρήση κάποιων πηγών (π.χ. Φωτάκος, Φραντζής, Π.Π.Γερμανός) και την αποσιώπηση άλλων, όπως η αποστολή του Σπ. Χαραλάμπους προς τον Ιάκωβο Τομπάζη και τους Υδραίους Φιλικούς με τις αποφάσεις της συνέλευσης της Βοστίτσας. Πιστεύεται δηλαδή ότι στη Βοσίτσα δεν υπήρξαν μόνο αντιρρήσεις αλλά έγινε και η αποδοχή του σχεδίου για μετάβαση του Αλ. Υψηλάντη στη Μάνη και έναρξη της Επανάστασης.

Για ανεξιχνίαστους λόγους (Τζάκης, σ. 101) και αφού κάποια από τα σχέδια της Εταιρείας είχαν ήδη προδοθεί ή διαρρεύσει, η επανάσταση κηρύχθηκε το Φεβρουάριο του 1821 στο Ιάσιο, πρωτεύουσα της Μολδαβίας. Στις 24 Φεβρουαρίου κυκλοφόρησε η περίφημη προκήρυξη του Υψηλάντη, «ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ»,στην οποία ανταποκρίθηκαν αρκετοί Έλληνες, μεταξύ των οποίων οι νέοι. Όμως η Ρωσία δεν ήλθε ως αναμενόμενος αρωγός, ενώ το Πατριαρχείο, κατόπιν πιέσεων της Πύλης, αφόρισε επισήμως στις 23 Μαρτίου τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Μιχαήλ Σούτσο, μαζί με όλους τους επαναστάτες:

«[...] θέλοντες (οι επαναστάτες) να διαταράξωσιν την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό την αμφιαφή αυτής σκιά με τόσης ελευθερίας προνόμια, όσα δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και υποκείμενον... να διακηρύξετε την απάτην των ειρημένων κακοποιών και κακοβούλων ανθρώπων και να τους αποδείξητε και να τους στηλιτεύετε πανταχού ως κοινούς λυμεώνας και ματαιόφρονας... και παραδίδοντας και εκείνους τους απλουστέρους, όσοι ήθελον φορασθή, ότι ενεργούν ανοίκεια του ραγιαδικού χαρακτήρος [...]».

Μπορεί η μάχη του Δραγατσανίου (Ιούνιος 1821) να οδήγησε στη σφαγή των νέων του Ιερού Λόχου και στη συντριβή του κινήματος στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αλλά απετέλεσε τον ιδανικό αντιπερισπασμό για να κηρυχθεί η Επανάσταση στην Ελλάδα.

Η διαμάχη μεταξύ Αναγνωστόπουλου - Ξάνθου ξέσπασε με αφορμή την έκδοση του Φιλήμονος Δοκίμιον ιστορικό. Περί Φιλικής Εταιρείας. Σε αυτό αμφισβητήτο είναι όχι μόνο η αρχαιότητα του Ξάνθου αλλά και η τιμή του. Συγκεκριμένα ο Φιλήμων, βασισμένος σε προσωπικές μαρτυρίες του Αναγνωστόπουλου, ισχυριζόταν ότι τα ιδρυτικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας ήταν ο Σκουφάς, Τσακάλωφ και Αναγνωστόπουλος. Παράλληλα κατηγορούσε, και πάλι με βάση τα λεγόμενα του Αναγνωστόπουλου, τον Ξάνθο για οικονομικές ατασθαλίες.

Ο Ξάνθος προκειμένου να απαντήσει εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και με άρθρο του σε εφημερίδα απάντησε στους ισχυρισμούς αυτούς. Ο Φιλήμων με άρθρο του στην εφημερίδα Αιών και προσπαθώντας να αποκαταστήσει τον Ξάνθο, παραδέχεται ότι τον αδίκησε. Μετά την δημοσίευση του άρθρου ο Αναγνωστόπουλος παρέδωσε στον Φιλήμονα ένα τετράδιο με τίτλο "Γενικαί παρατηρήσεις" (1839) προκειμένου να το δημοσιεύσει.

Ο Φιλήμων όμως δεν το δημοσίευσε για να μην δώσει συνέχεια στην διαμάχη. Ο Αναγνωστόπουλος παράλληλα έδωσε στην δημοσιότητα δύο επιστολές, μια της γυναίκας του Ξάνθου και μια του Τσακάλωφ που αμφισβητούσαν την συνεισφορά του Ξάνθου στην Φιλική Εταιρεία. Εντύπωση επίσης προκαλεί η στάση του Τσακάλωφ και του Σέκερη, οι οποίοι αν και γνώριζαν για την διαμάχη που είχε ξεσπάσει δεν επενέβησαν για να αποκαταστήσουν την όποια αλήθεια προτιμώντας την σιωπή.

Το γεγονός ότι ο Ξάνθος είχε ως ψευδώνυμο το Α.Δ. και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος το Α.Ι συγκλίνει στο γεγονός ότι ο Ξάνθος είχε μυηθεί πρώτος από τον Αναγνωστόπουλο. Το Α.Α. ήταν κενό για αυτόν που θα αναλάμβανε την αρχηγία της οργάνωσης, το Α.Β. ήταν στον Τσακάλωφ και το Α.Γ. στον Σκουφά. Ερωτήματα όμως προκαλεί η αντικατάστασή του Ξάνθου με τον Γαλάτη και αυτό γιατί μερικά χρόνια αργότερα ο Νικόλαος Γαλάτης εμφανίζεται με τα χαρακτηριστικά Α.Δ. που θεωρητικά ανήκαν στον Ξάνθο, ενώ ο Εμμανουήλ Ξάνθος με το Α.Θ. Σύμφωνα με τους ιστορικούς αυτό εξηγείται αφού ο τελευταίος για τέσσερα χρόνια είχε εξαφανιστεί. Η απουσία του προφανώς συνέβαλε στην αντικατάστασή του. Δεν μπορεί όμως να εξηγηθεί η αναφορά που υπέβαλε προς την εθνοσυνέλευση ο ίδιος ο Ξάνθος το 1843 στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει ως ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, εκτός από τον εαυτό του και τους Τσακάλωφ, Σκουφά και Αναγνωστόπουλο.

Σήμερα οι ιστορικοί θεωρούν ως πιθανότερη στην ιδρυτική ομάδα την συμμετοχή του Εμμανουήλ Ξάνθου και λιγότερο αυτή του Αναγνωστόπουλου. Παρ' ολα αυτά η έλλειψη αξιόπιστων πηγών και σοβαρών ερευνών για την ιστορία της Φιλικής Εταιρείας συντηρεί την διαμάχη μεταξύ πολλών ερευνητών.

Δολοφονία Γαλάτη

Η δολοφονία του Νικολάου Γαλάτη όπως και του Κυριάκου Καμαρηνού αποτελούν σκοτεινά σημεία στην ιστορία της Φιλικής Εταιρείας. Ο Νικόλαος Γαλάτης, ένα χαρισματικό άτομο, υπήρξε όντως αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, η οποία όμως συνέβαλε με την τόλμη και τον ενθουσιασμό της τα μέγιστα στην Εταιρεία (αύξησε θεαματικά όχι μόνον τον αριθμό των μελών της αλλά και τα εισοδήματά της από εισφορές, κάτι καίριας σημασίας για τον διοργανούμενο επαναστατικό αγώνα). Εντούτοις του καταμαρτυρούσαν σπατάλες -ενδεχομένως και ατασθαλίες με το ταμείο της Εταρείας- καθώς και αλαζονική συμπεριφορά και φιλαρχία -επεδίωκε δηλαδή να αναλάβει τα ηνία της οργάνωσης. Πιθανόν να ήθελε να παραγκωνίσει ακόμα και τον Καποδίστρια παρουσιαζόμενος στον τσάρο Αλέξανδρο ως άνθρωπός του στην Ελλάδα.

Τον σκότωσαν δύο μέλη της Εταιρείας με το αιτιολογικό ότι είχε καταστεί επικίνδυνος και, συγκεκριμένα, επικαλέσθηκαν ότι εκβίαζε πως αν δεν του παρέδιδαν την ηγεσία, θα κατέδιδε τους πάντες στον Χαλέτ Εφέντη -έναν σημαντικό παράγοντα του Οθωμανικού κράτους, στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από την εκτόξευση της απειλής αυτής, ανέλαβαν την εξόντωσή του ο Αθανάσιος Τσακάλωφ και ο Μανιάτης Παναγιώτης Δημητρόπουλος ή Δημητρακόπουλος. Τον παρέσυραν στην Ερμιόνη δήθεν για αρχαιολογική εκδρομή και εκεί, ενώ ο Τσακάλωφ παρακολουθούσε από μικρή απόσταση, ο Δημητρόπουλος πυροβόλησε τον Γαλάτη πισώπλατα. Καθώς πέθαινε απευθυνόμενος στο δολοφόνο του είπε: «Αχ. Μ' εφάγατε. Τι σας έκαμα;» Ο Δημητρόπουλος φέρεται να του απάντησε με δάκρυα "δεν είχαμε άλλο τρόπο να γλιτώσομε από την ανοικονόμητον κακίαν σου". Ύστερα από δεκαπέντε λεπτά ξεψύχησε. Επί τόπου πρέπει να σκότωσαν και τον υπηρέτη του. Στη συνέχεια διέφυγαν στη Μάνη και από εκεί στην Πίζα της Ιταλίας.

Η δολοφονία του Γαλάτη από πολλούς ιστορικούς προβλήθηκε ως αναγκαία για την επιβίωση της οργάνωσης, όπως και του Καμαρηνού, το "έγκλημα" του οποίου ήταν πως έλεγε σε μέλη της Φιλικής και άλλους όσα του είχε πει ο ίδιος ο Ιωάννης Καποδίστριας -ότι δηλαδή δεν έπρεπε ακόμα να κηρυχθεί επανάσταση.

Εντούτοις εκφράζεται η άποψη ότι ίσως και οι δύο φόνοι μπορούσαν να είχαν αποτραπει. Για τον δε Γαλάτη εκφράζεται και η άποψη ότι η ιστορία της προδοσίας κατασκευάσθηκε ώστε να συγκαλυφθούν τα πραγματικά κίνητρα ή ότι κάποιες ασυνέπειές του μεγαλοποιήθηκαν για να αιτιολογηθεί η "εκτέλεσή" του. Ο Γαλάτης δηλαδή, με την παιδεία, τις διασυνδέσεις και τον προσωπικό του πλούτο παρουσιαζόταν με περισσότερα ηγετικά προσόντα από οιονδήποτε άλλο στον μικρό τότε κύκλο της Φιλικής και ίσως τα σφάλματα στα οποία περιέπεσε να μεγεθύνθηκαν ώστε να απαλλαγούν από εκείνον όσοι είχαν εξίσου υψηλές φιλοδοξίες.

Πηγή: el.wikipedia.org

 

Πηγή: 
Verianet.gr
url